στόχους

στόχους
στόχος
pillar
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Νουμάς — Πολιτικό, κοινωνικό και φιλολογικό περιοδικό των πρώτων δεκαετιών του αιώνα μας. Το ίδρυσε ο λογοτέχνης Δημήτριος Π. Ταγκόπουλος τον Ιανουάριο του 1903, με ευρύτερους αρχικά στόχους· στο πρώτο φύλλο, όπου γνωστοποιούσε το πρόγραμμα του Νουμά (που …   Dictionary of Greek

  • γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… …   Dictionary of Greek

  • παρεμβατισμός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της θεωρίας σύμφωνα με την οποία είναι αρμοδιότητα του κράτους να διευθύνει την οικονομική ζωή της χώρας, κατευθύνοντας τις διάφορες παραγωγικές δραστηριότητες προς τους… …   Dictionary of Greek

  • σκοπευτής — ο, ΝΜΑ, θηλ. σκοπεύτρια ΝΜ [σκοπεύω] νεοελλ. 1. αυτός που σκοπεύει, που κατευθύνει τη βολή προς έναν στόχο 2. στρ. οπλίτης που ρυθμίζει τη σκόπευση όπλου το οποίο υπηρετείται από ομάδα ή στοιχείο, όπως είναι το πυροβόλο, ο όλμος και το πολυβόλο 3 …   Dictionary of Greek

  • βήτατρο —  Τύπος επιταχυντή κατάλληλος να προσδίδει υψηλές ενέργειες στα ηλεκτρόνια, τα οποία επιταχύνονται ώσπου να φτάσουν ταχύτητες αρκετά κοντά στην ταχύτητα του φωτός, παρόμοιες με τις ταχύτητες των ηλεκτρονίων που εκπέμπονται στη φύση από τις ουσίες… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Γκρίνπις — (Greenpeace). Διεθνής μη κυβερνητική, οικολογική οργάνωση. Σύμφωνα με το καταστατικό της, η Γ. στοχεύει στις άμεσες λύσεις των μεγάλων περιβαλλοντικών προβλημάτων. Στηρίζεται τόσο στη συλλογική όσο και στην προσωπική μη βίαιη δράση. Ιδρύθηκε το… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”